κοντοζυγώνω

κοντοζυγώνω
αμετ. близко подходить, вплотную приближаться;

κοντοζυγώνει ο καιρός, πού... — наступает время, когда...


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κοντοζυγώνω" в других словарях:

  • κοντοζυγώνω — κοντοζυγώνω, κοντοζύγωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοντοζυγώνω — 1. προσεγγίζω, πλησιάζω, έρχομαι κοντά 2. (τριτοπρόσ.) κοντοζυνώνει φθάνει η ώρα, πλησιάζει, κοντεύει («κοντοζυγώνει να νυχτώσει») 3. φρ. «τήν κοντοζύγωσε» τήν πλησίασε με ερωτική διάθεση, τή διπλάρωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ζυγώνω] …   Dictionary of Greek

  • κοντοζυγώνω — κοντοζύγωσα, κοντοζυγώθηκα, κοντοζυγωμένος, πλησιάζω κάποιον από κοντά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντοζύγωμα — το [κοντοζυγώνω] προσέγγιση, πλησίασμα …   Dictionary of Greek

  • πολυσιμώνω — Ν (κυρίως στον Ερωτόκρ.) πλησιάζω πολύ, πάω πολύ σιμά, κοντοζυγώνω («για να τόνε κρατή μακρά να μην πολυσιμώνη», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • κοντοσιμώνω — ωσα, έρχομαι κοντά, σιμώνω, κοντοζυγώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»